Με φυτέψανε πάνω σε καμένη γη
Ήλιος κι άνεμος κι ούτε γύρω μια πηγή
Και μου ζητάς να γίνω δέντρο δροσερό
Δεν μπορώ. Είναι πια αργά
Το διψασμένο κλαρί δεν λυγά
Φύγε. Δεν υπάρχει γιατρειά
Δεν υπάρχει γιατρειά.
Πικρά φιλιά καίνε στα χείλη μου
Στο καλό, Απρίλη μου
άσε με στην ερημιά του καημού
Στα στρατόπεδα κι από κει στην προσφυγιά
Κάτσε μέτρησε πόσα χώρεσ’ η καρδιά
και ξαφνικά μέσα στο δρόμο μου εσύ
Δυνατό, κόκκινο κρασί
Αχ, τι παιχνίδια μας παίζ’ η ζωή…
Φύγε. Δεν υπάρχει γιατρειά.
Δεν υπάρχει γιατρειά.
Πικρά φιλιά καίν’ στα χείλη μου
Στο καλό, Απρίλη μου
άσε με στην ερημιά του καημού.
|
Me fitépsane páno se kaméni gi
Ήlios ki ánemos ki ute giro mia pigí
Ke mu zitás na gino déntro droseró
Den boró. Ine pia argá
To dipsasméno klarí den ligá
Fíge. Den ipárchi giatriá
Den ipárchi giatriá.
Pikrá filiá kene sta chili mu
Sto kaló, Apríli mu
áse me stin erimiá tu kaimu
Sta stratópeda ki apó ki stin prosfigiá
Kátse métrise pósa chóres’ i kardiá
ke ksafniká mésa sto drómo mu esí
Dinató, kókkino krasí
Ach, ti pechnídia mas pez’ i zoí…
Fíge. Den ipárchi giatriá.
Den ipárchi giatriá.
Pikrá filiá ken’ sta chili mu
Sto kaló, Apríli mu
áse me stin erimiá tu kaimu.
|