Στάχτη και χίλια θρύψαλα να γίνω,
στάχτη τα μάτια, το στόμα κι η καρδιά.
Στον άρχοντα του κόσμου αυτού δε δίνω
ούτε ένα δάκρυ, ούτε μια σταλαγματιά.
Μες του Θαβώρ το φως θα γίνω σκόνη,
φτωχός σα σκόνη θα εξαφανιστώ.
Μόνο τα μάτια του φίλου μου του Αντώνη
νοσταλγώ κι ας μην υπάρχω εδώ.
Κι αν τύχει και γυρνώ στους ίδιους δρόμους
σβησμένες, ληστεμένες γειτονιές,
τα βάσανα, τις πίκρες και τους πόνους
στην πόρτα μου θ’ ανάβω σαν φωτιές.
|
Stáchti ke chília thrípsala na gino,
stáchti ta mátia, to stóma ki i kardiá.
Ston árchonta tu kósmu aftu de díno
ute éna dákri, ute mia stalagmatiá.
Mes tu Thavór to fos tha gino skóni,
ftochós sa skóni tha eksafanistó.
Móno ta mátia tu fílu mu tu Antóni
nostalgó ki as min ipárcho edó.
Ki an tíchi ke girnó stus ídius drómus
svisménes, listeménes gitoniés,
ta vásana, tis píkres ke tus pónus
stin pórta mu th’ anávo san fotiés.
|