Απ’ τους καυγάδες μας κανέναν δε θυμάμαι
λες και η μνήμη επιλέγει τι θα μείνει
και όλα τα γέλια μας θα με πονάνε
και θα χαθούμε έτσι όπως χάνονται δυο φίλοι.
Τόσες κουβέντες κι ούτε μία δε με νοιάζει
που να βρει χρώμα η φωνή τώρα που σβήνει.
Σαν δυο φεγγάρια μες στη μέρα που χαράζει
και θα χαθούμε έτσι όπως χάνονται δυο φίλοι.
Μην τολμήσεις να ξεχάσεις,
μην τολμήσεις να κοιτάξεις,
μην τολμήσεις να θυμάσαι όσα εγώ.
Κι όπως θα βρέχει θα γυαλίζουνε οι δρόμοι
ένα τσιγάρο θα γατζώνεται απ’ τα χείλη.
Θα ξαναγίνεται ασπρόμαυρη η πόλη
και θα χαθούμε έτσι όπως χάνονται δυο φίλοι.
Μην τολμήσεις να ξεχάσεις,
μην τολμήσεις να κοιτάξεις,
μην τολμήσεις να θυμάσαι όσα εγώ.
Και θ’ αρρωσταίνει το μυαλό μέσα στα χρόνια
τι με ρωτάς με τόσα αντίο ποιος μου λείπει.
Θ’ αλλάζουν σχήματα για πάντα τα σεντόνια
και θα χαθούμε έτσι όπως χάνονται δυο φίλοι.
Μην τολμήσεις να ξεχάσεις,
μην τολμήσεις να κοιτάξεις,
μην τολμήσεις να θυμάσαι όσα εγώ.
|
Ap’ tus kavgádes mas kanénan de thimáme
les ke i mními epilégi ti tha mini
ke óla ta gélia mas tha me ponáne
ke tha chathume étsi ópos chánonte dio fíli.
Tóses kuvéntes ki ute mía de me niázi
pu na vri chróma i foní tóra pu svíni.
San dio fengária mes sti méra pu charázi
ke tha chathume étsi ópos chánonte dio fíli.
Min tolmísis na ksechásis,
min tolmísis na kitáksis,
min tolmísis na thimáse ósa egó.
Ki ópos tha vréchi tha gialízune i drómi
éna tsigáro tha gatzónete ap’ ta chili.
Tha ksanaginete asprómavri i póli
ke tha chathume étsi ópos chánonte dio fíli.
Min tolmísis na ksechásis,
min tolmísis na kitáksis,
min tolmísis na thimáse ósa egó.
Ke th’ arrosteni to mialó mésa sta chrónia
ti me rotás me tósa antío pios mu lipi.
Th’ allázun schímata gia pánta ta sentónia
ke tha chathume étsi ópos chánonte dio fíli.
Min tolmísis na ksechásis,
min tolmísis na kitáksis,
min tolmísis na thimáse ósa egó.
|