Τη μοίρα μου τη διάλεξα στα μάτια σου
που έγιναν πατρίδα μου
στα κύματα περπάτησα και κράτησα το βλέμμα
για πυξίδα μου
οι φόβοι μου ασπίδα τη στιγμή που εγώ σε είδα
στο νησί
και φώτισες τις νύχτες μου
μα οι ώρες δεν περνούν ως το πρωί
Να σ’ έχω για μια νύχτα αγκαλιά
κι ας είναι της ζωής η τελευταία
σου κάρφωσα στις πλάτες δυο φτερά
να φαίνεσαι απ’ τη μέρα πιο ωραία
Τα χέρια σου μ’ αφήσανε μονάχο
μες στου κόσμου το παράλογο
χαρές και λύπες γίνανε ουράνιο τόσο
πάνω από την άβυσσο
στις πέτρες το φωνάξαμε πως θέλουμε
να μείνουμε μαζί
υπόσχεση στον έρωτα κι ας σ’ έχανα
στο τέλος της στροφής
|
Ti mira mu ti diáleksa sta mátia su
pu éginan patrída mu
sta kímata perpátisa ke krátisa to vlémma
gia piksída mu
i fóvi mu aspída ti stigmí pu egó se ida
sto nisí
ke fótises tis níchtes mu
ma i óres den pernun os to pri
Na s’ écho gia mia níchta agkaliá
ki as ine tis zoís i teleftea
su kárfosa stis plátes dio fterá
na fenese ap’ ti méra pio orea
Ta chéria su m’ afísane monácho
mes stu kósmu to parálogo
charés ke lípes ginane uránio tóso
páno apó tin ávisso
stis pétres to fonáksame pos thélume
na minume mazí
ipóschesi ston érota ki as s’ échana
sto télos tis strofís
|