Μου είχες πει πως η σιωπή
Πάντα σε ταξιδεύει
Πως την δική σου τη φωνή
Κάποιος τη σημαδεύει.
Κι οι λέξεις σου μαράθηκαν
Δεν είπες τίποτα ξανά
Την ομορφιά σου κράτησα
Στης μοναξιάς μου τα νερά
Την ώρα που σ’ αγκάλιασα
Αγρίεψε η θάλασσα
Την ώρα που τα σώματα δεν είχαν ονόματα
Ίδιος ο πόνος σαν φωτιά
Σα λάβα στο σκοτάδι
Μέσα σε θάλασσα βαθιά
Γυρεύεις ένα χάδι.
Με τη σιωπή κοιμήθηκες
Ταξίδι μες στην προσμονή
Ξύπνησες και θυμήθηκες
Πως είχες κάποτε φωνή.
Την ώρα που σ’ αγκάλιασα
Αγρίεψε η θάλασσα
Την ώρα που τα σώματα δεν είχαν ονόματα
|
Mu iches pi pos i siopí
Pánta se taksidevi
Pos tin dikí su ti foní
Kápios ti simadevi.
Ki i léksis su maráthikan
Den ipes típota ksaná
Tin omorfiá su krátisa
Stis monaksiás mu ta nerá
Tin óra pu s’ agkáliasa
Agríepse i thálassa
Tin óra pu ta sómata den ichan onómata
Ίdios o pónos san fotiá
Sa láva sto skotádi
Mésa se thálassa vathiá
Girevis éna chádi.
Me ti siopí kimíthikes
Taksídi mes stin prosmoní
Ksípnises ke thimíthikes
Pos iches kápote foní.
Tin óra pu s’ agkáliasa
Agríepse i thálassa
Tin óra pu ta sómata den ichan onómata
|