Περνούσα τυχαία
με δίχως παρέα
και βλέπω στο υπόστεγο
μια κούκλα ωραία
Της λέω “τι έγινε”
Μου λέει “εντάξει”
Ανοίγω την πόρτα
και μπαίνει στο αμάξι
Μου λέει τ’ όνομά της
Την έδειρε η μαμά της
και έφυγε απ’ το σπίτι οριστικώς.
Με μάτια βουρκωμένα,
καλά που βρήκε εμένα
που είμαι και σαΐνι οδηγός
Της λέω στα ίσια
πηγαίνω Πατήσια
σ’ ένα χοροπηδάδικο
αγόρια κορίτσια
Μου λέει εντάξει
Αράζω τ’ αμάξι
Φορούσε κι ένα φόρεμα
βελούδο μάξι
Ουίσκι με παγάκια
Πετάει τα γοβάκια
και ρίχνει το χορό της η τρελή
Μου λέει σε γουστάρω
Ανάβει και τσιγάρο
Την κάναμε λαχείο δηλαδή
Γλεντήσαμε φίνα
Πληρώνω μια χήνα
και έμεινε τ’ αμάξι μου
χωρίς βενζίνα
Και παίρνω το τρόλεϊ
και πάω σπίτι
Με βρίζει η γυναίκα μου
παλιοαλήτη
Και έκανα την πάπια
και ήπια και δυο χάπια
από αυτά τα ηρεμιστικά
Και ξύπνησα και είδα
ολόκληρη σελίδα
Μου έγραφε η γυναίκα μου «έχε γεια»
|
Pernusa tichea
me díchos paréa
ke vlépo sto ipóstego
mia kukla orea
Tis léo “ti égine”
Mu léi “entáksi”
Anigo tin pórta
ke beni sto amáksi
Mu léi t’ ónomá tis
Tin édire i mamá tis
ke éfige ap’ to spíti oristikós.
Me mátia vurkoména,
kalá pu vríke eména
pu ime ke saΐni odigós
Tis léo sta ísia
pigeno Patísia
s’ éna choropidádiko
agória korítsia
Mu léi entáksi
Arázo t’ amáksi
Foruse ki éna fórema
veludo máksi
Oiíski me pagákia
Petái ta govákia
ke ríchni to choró tis i trelí
Mu léi se gustáro
Anávi ke tsigáro
Tin káname lachio diladí
Glentísame fína
Pliróno mia chína
ke émine t’ amáksi mu
chorís venzína
Ke perno to trólei
ke páo spíti
Me vrízi i gineka mu
palioalíti
Ke ékana tin pápia
ke ípia ke dio chápia
apó aftá ta iremistiká
Ke ksípnisa ke ida
olókliri selída
Mu égrafe i gineka mu «éche gia»
|