Εκείνη λοιπόν τη χρονιά, κανά – δυο μήνες πριν ανέβουν στον απάνω κόσμο καθήσανε και το σκεφτήκανε, ώριμα. Βλέπεις, είχαν βαρεθεί πια τόσους αιώνες τα ίδια και τα ίδια. Συζητούσανε μέρες. Συζητούσανε και άκρη δε βγάζανε… μέχρι που σηκώθηκε ένας μικρός καλικάντζαρος και είπε:
«Εγώ λέω να τους βάλουμε αυτούς να κάνουνε τις βλακείες κι εμείς να τους βλέπουμε και να…, και να γελάμε! Ποιούς όμως να βρούμε και να πειράξουμε;»
Μωρέ δεν κουράστηκαν καθόλου. Τους βρήκαν όλους μαζεμένους στην Αγέλαστη Πολιτεία.
Την παραμόνη λοιπόν των Χριστουγέννων, πέταξαν τα πριόνια, καβάλησαν τις άσπρες χήνες τους και ξεκίνησαν για τον απάνω κόσμο… Νύχτα… Η πράσινη κοιλάδα κάτασπρη απ’ το χιόνι, κάτασπρη και η Αγέλαστη Πολιτεία. Σε μια πλαγιά, σ’ ένα ξέφωτο του δάσους έκαιγε μεγάλη φωτιά… Πάνω στη φωτιά ένα μαύρο στρογγυλό τσουκάλι! Και μέσα στο τσουκάλι έβραζε σιγά σιγά… το μαγικό βοτάνι. Οι καλικάντζαροι κάτι ετοίμαζαν, πήγαιναν, ερχόντουσαν πήγαιναν, ερχόντουσαν, καθαρίζανε, φέρνανε κλαδιά, κάνανε περίεργες κινήσεις και τραγουδούσαν νωχελικά…
|
Ekini lipón ti chroniá, kaná – dio mínes prin anévun ston apáno kósmo kathísane ke to skeftíkane, órima. Olépis, ichan varethi pia tósus eónes ta ídia ke ta ídia. Sizitusane méres. Sizitusane ke ákri de vgázane… méchri pu sikóthike énas mikrós kalikántzaros ke ipe:
«Egó léo na tus válume aftus na kánune tis vlakies ki emis na tus vlépume ke na…, ke na geláme! Pius ómos na vrume ke na piráksume;»
Moré den kurástikan kathólu. Tus vríkan ólus mazeménus stin Agélasti Politia.
Tin paramóni lipón ton Christugénnon, pétaksan ta priónia, kaválisan tis áspres chínes tus ke ksekínisan gia ton apáno kósmo… Níchta… I prásini kiláda kátaspri ap’ to chióni, kátaspri ke i Agélasti Politia. Se mia plagiá, s’ éna kséfoto tu dásus ékege megáli fotiá… Páno sti fotiá éna mavro strongiló tsukáli! Ke mésa sto tsukáli évraze sigá sigá… to magikó votáni. I kalikántzari káti etimazan, pígenan, erchóntusan pígenan, erchóntusan, katharízane, férnane kladiá, kánane períerges kinísis ke tragudusan nocheliká…
|