Λείπεις κι ένα βάρος μ’ έχει γονατίσει,
σαν χαρτί στον άνεμο μ’ έχεις αφήσει,
μου λείπεις, πόσο μου λείπεις.
Μόνη, πως θες να ζήσω τώρα μόνη,
χιόνι είν’ η καρδιά μου κι όλο λιώνει,
γύρνα να ξαναφέρεις ζεστασιά
μέσα στην παγωμένη μου καρδιά.
Λείπεις κι η ματιά μου φοβισμένο ελάφι,
μοιάζω ρούχο αφόρετο που ‘μεινε στο ράφι,
μου λείπεις, πόσο μου λείπεις.
Μόνη, πώς θες να ζήσω τώρα μόνη,
χιόνι είν’ η καρδιά μου κι όλο λιώνει,
γύρνα να ξαναφέρεις ζεστασιά
μέσα στην παγωμένη μου καρδιά.
|
Lipis ki éna város m’ échi gonatísi,
san chartí ston ánemo m’ échis afísi,
mu lipis, póso mu lipis.
Móni, pos thes na zíso tóra móni,
chióni in’ i kardiá mu ki ólo lióni,
girna na ksanaféris zestasiá
mésa stin pagoméni mu kardiá.
Lipis ki i matiá mu fovisméno eláfi,
miázo rucho afóreto pu ‘mine sto ráfi,
mu lipis, póso mu lipis.
Móni, pós thes na zíso tóra móni,
chióni in’ i kardiá mu ki ólo lióni,
girna na ksanaféris zestasiá
mésa stin pagoméni mu kardiá.
|