Εσύ που ξέρεις τα πολλά
κι ο νους σου κατεβάζει
το κάθε της ματόφυλλο
πόσο μετάξι βγάζει;
Κι εσύ που ρίχνεις τα χαρτιά
και ριζικά διαβάζεις
πόσα βενέτικα φλουριά
απ’ τα μαλλιά της βγάζεις;
Eσύ που ξέρεις να μετράς
του ήλιου τα καράτια
πόσα διαμάντια λάμπουνε
μες στ’ ακριβά της μάτια
Κι εσύ που ρίχνεις τα χαρτιά
και ριζικά διαβάζεις
πόσα βενέτικα φλουριά
απ’ τα μαλλιά της βγάζεις;
Κι εσύ που πίνεις τον καφέ
και βλέπεις το φλυτζάνι
πόσο ζυγίζει ο στεναγμός
που πάει να με πεθάνει
|
Esí pu kséris ta pollá
ki o nus su katevázi
to káthe tis matófillo
póso metáksi vgázi;
Ki esí pu ríchnis ta chartiá
ke riziká diavázis
pósa venétika fluriá
ap’ ta malliá tis vgázis;
Esí pu kséris na metrás
tu íliu ta karátia
pósa diamántia lábune
mes st’ akrivá tis mátia
Ki esí pu ríchnis ta chartiá
ke riziká diavázis
pósa venétika fluriá
ap’ ta malliá tis vgázis;
Ki esí pu pínis ton kafé
ke vlépis to flitzáni
póso zigizi o stenagmós
pu pái na me petháni
|