Κοιμήθηκε ο πολεμιστής στην αγκαλιά της πάνω
Τον ύπνο τον αξύπνητο, το γητευτή, τον πλάνο
Κι εκείνη του τραγούδαγε γι’ ανατολή και δύση
Κι εκείνη τον νανούριζε σαν να `ταν να ξυπνήσει
Αστέρια τον φιλούσανε και τα κλαδιά λυγίσανε
και τον παρακαλούσανε, ξύπνησε και νικήσαμε
ξύπνησε και νικήσαμε…
Στα χέρια το τουφέκι του, το καπνισμένο δένει
στον Άδη να τον σέβονται οι άλλοι πεθαμένοι
Για τη ζωή πολέμησε, τη λευτεριά, το δίκιο
και χάθηκε αμούστακος, με θάνατο αντρίκιο
Αστέρια τον φιλούσανε και τα κλαδιά λυγίσανε
και τον παρακαλούσανε, ξύπνησε και νικήσαμε
ξύπνησε και νικήσαμε…
|
Kimíthike o polemistís stin agkaliá tis páno
Ton ípno ton aksípnito, to giteftí, ton pláno
Ki ekini tu tragudage gi’ anatolí ke dísi
Ki ekini ton nanurize san na `tan na ksipnísi
Astéria ton filusane ke ta kladiá ligisane
ke ton parakalusane, ksípnise ke nikísame
ksípnise ke nikísame…
Sta chéria to tuféki tu, to kapnisméno déni
ston Άdi na ton sévonte i álli pethaméni
Gia ti zoí polémise, ti lefteriá, to díkio
ke cháthike amustakos, me thánato antríkio
Astéria ton filusane ke ta kladiá ligisane
ke ton parakalusane, ksípnise ke nikísame
ksípnise ke nikísame…
|