Γυναίκα, ξεκούρασες στο πρόσωπό μου
τα από βάλσαμο χέρια σου,
τα χέρια σου πιο απαλά κι από προβιά.
Οι ψηλές χουρμαδιές ταλαντεύονται
στον βραδινόν αέρα μόλις θροΐζοντας
με άνοιγμα νανουρίσματος,
οι ρυθμοί κι η σιωπή μας τριγυρίζει.
Άκουσε τα τραγούδια τους, άκουσε τον χτύπο
του σκοτεινού μας αίματος,
τον χτύπο του σκοτεινού αρμού της Αφρικής
μες στην ομίχλη των χαμένων χωριών.
Τώρα το κουρασμένο φεγγάρι γέρνει στο κρεβάτι του
από χαλαρό νερό, τώρα υγρό είν’ το γέλιο, πέφτουν να κοιμηθούνε.
Αυτή είναι η ώρα των άστρων και της νύχτας που ονειρεύεται
και πλαγιάζει σ’ αυτόν τον τόπο των νεφών
σκεπασμένη μες στο μακρύ γαλακτερό τους φόρεμα,
οι στέγες των σπιτιών γυαλίζουν απαλά.
Εμπιστευτικά στ’ αστέρια άφησέ με ν’ ακούσω
στην καπνισμένη καλύβα την σκιώδη επίσκεψη
των εξευμενισμένων ψυχών, άφησέ με να αναπνεύσω
τ’ άρωμα των νεκρών μας, άφησέ με να αναπολήσω
και να επαναλάβω ζωντανές φωνές τους,
άφησέ με να μαθαίνω να ζω πιο βαθιά κι από τον δύτη
στο ψηλό βάθος του ύπνου.
|
Gineka, ksekurases sto prósopó mu
ta apó válsamo chéria su,
ta chéria su pio apalá ki apó proviá.
I psilés churmadiés talantevonte
ston vradinón aéra mólis throΐzontas
me ánigma nanurísmatos,
i rithmi ki i siopí mas trigirízi.
Άkuse ta tragudia tus, ákuse ton chtípo
tu skotinu mas ematos,
ton chtípo tu skotinu armu tis Afrikís
mes stin omíchli ton chaménon chorión.
Tóra to kurasméno fengári gérni sto kreváti tu
apó chalaró neró, tóra igró in’ to gélio, péftun na kimithune.
Aftí ine i óra ton ástron ke tis níchtas pu onirevete
ke plagiázi s’ aftón ton tópo ton nefón
skepasméni mes sto makrí galakteró tus fórema,
i stéges ton spitión gialízun apalá.
Ebisteftiká st’ astéria áfisé me n’ akuso
stin kapnisméni kalíva tin skiódi epískepsi
ton eksevmenisménon psichón, áfisé me na anapnefso
t’ ároma ton nekrón mas, áfisé me na anapolíso
ke na epanalávo zontanés fonés tus,
áfisé me na matheno na zo pio vathiá ki apó ton díti
sto psiló váthos tu ípnu.
|