Δένω τα μάτια και τα χέρια
να μη βλέπω άλλο πια
τα σκληρά τους μαχαίρια
τη μικρή τους καρδιά.
Και κοιμούνται και ξυπνάνε
μας χτυπάνε όπου βρουν
μηχανές που περπατάνε
που δεν ξέρουν να ζουν.
Κλείνω στόμα και μύτη
του βαρέθηκα πια
να με λένε αλήτη
και γελώντας, μαλλιά.
Τώρα μόνος σαν τσακάλι
στα βουνά τριγυρνώ
για το κλούβιο τους κεφάλι
ούτε που θα νοιαστώ.
|
Déno ta mátia ke ta chéria
na mi vlépo állo pia
ta sklirá tus macheria
ti mikrí tus kardiá.
Ke kimunte ke ksipnáne
mas chtipáne ópu vrun
michanés pu perpatáne
pu den ksérun na zun.
Klino stóma ke míti
tu varéthika pia
na me léne alíti
ke gelóntas, malliá.
Tóra mónos san tsakáli
sta vuná trigirnó
gia to kluvio tus kefáli
ute pu tha niastó.
|