Μες στο υπόγειο καπηλειό
τραβιέται σε μιαν άκρη
και στάζει στο ποτήρι του, του μπεκρή
φαρμακερό το δάκρυ.
Ποιος ξέρει τι τον τυραννά,
τι έχει, τάχα, και πονά
και κάθεται και κλαίει
κι ανθρώπου δεν το λέει.
Κανένανε δεν ενοχλεί,
κανέναν δεν πειράζει,
πίνει μονάχος και μεθά, ο μπεκρής
και βαριαναστενάζει.
Ποιος ξέρει τι τον τυραννά,
τι έχει, τάχα, και πονά
και κάθεται και κλαίει
κι ανθρώπου δεν το λέει.
Ο κάπελας τον συμπονά
που πίνει ξεροσφύρι,
του δίνει, όμως, βερεσέ, του μπεκρή
και γράφει τεμπεσίρι.
|
Mes sto ipógio kapilió
traviéte se mian ákri
ke stázi sto potíri tu, tu bekrí
farmakeró to dákri.
Pios kséri ti ton tiranná,
ti échi, tácha, ke poná
ke káthete ke klei
ki anthrópu den to léi.
Kanénane den enochli,
kanénan den pirázi,
píni monáchos ke methá, o bekrís
ke varianastenázi.
Pios kséri ti ton tiranná,
ti échi, tácha, ke poná
ke káthete ke klei
ki anthrópu den to léi.
O kápelas ton siboná
pu píni kserosfíri,
tu díni, ómos, veresé, tu bekrí
ke gráfi tebesíri.
|