Μας ήρθε η πλημμύρα
να ξεπλυθεί η μοίρα,
να ξενυστάξει ο λογισμός
χρειάστηκε σεισμός.
Πίστεψε την κουβέντα μου
να βρούμε μια ελπίδα
πριν καταλήξει η σχέση μας
χαμένη Ατλαντίδα.
Όταν με κοιτάς στα μάτια
νιώθω πανικό,
μα σαν μ’ αγκαλιάζεις λίγο
όλα τα νικώ.
Φέρνει η ζωή μηνύματα
αινίγματα, συνθήματα,
μα φεύγουν με τα λύματα
σαν λείπουν τα αισθήματα.
Ξέσπασε στο νου μου η μπόρα
τώρα δα πριν λίγη ώρα,
μα είσαι μέσα μου ευτυχώς
κάποιου Νώε κιβωτός.
Άμποτε να ’ρθει άμπωτις
να φύγει η πλημμύρα
και να στεγνώσει η γνώση μας
που πια δεν είναι στείρα.
|
Mas írthe i plimmíra
na kseplithi i mira,
na ksenistáksi o logismós
chriástike sismós.
Pístepse tin kuvénta mu
na vrume mia elpída
prin katalíksi i schési mas
chaméni Atlantída.
Όtan me kitás sta mátia
niótho panikó,
ma san m’ agkaliázis lígo
óla ta nikó.
Férni i zoí minímata
enígmata, sinthímata,
ma fevgun me ta límata
san lipun ta esthímata.
Kséspase sto nu mu i bóra
tóra da prin lígi óra,
ma ise mésa mu eftichós
kápiu Nóe kivotós.
Άbote na ’rthi ábotis
na fígi i plimmíra
ke na stegnósi i gnósi mas
pu pia den ine stira.
|