Σαν κορμί που έζησε χωρίς ν’ αγαπηθεί
σαν σκιά που ξέχασε και να μ’ ακολουθεί
έτσι νιώθω εγώ,
σαν παιδί που έχασε της μάνας τη στοργή
σαν φιλί που έχει από χρόνια μαραθεί
έτσι νιώθω εγώ.
Όταν σε κοιτώ, βλέπω φλόγα και καημό
νιώθω τη βροχή στα μάτια να χτυπά,
όταν σε κοιτώ, θέλω τόσα να σου πω
όμως η φωνή μου χάνεται μακριά.
Σαν κερί που σβήνει μες στης νύχτας την οργή
σαν σκουριά που έχει απ’ τον χρόνο αφεθεί
έτσι νιώθω εγώ,
σαν κλαρί που σπάει απ’ το χιόνι το βαρύ
σαν γιορτή που σβήνει πριν χαράξει η αυγή
έτσι νιώθω εγώ.
Όταν σε κοιτώ, βλέπω φλόγα και καημό
νιώθω τη βροχή στα μάτια να χτυπά,
όταν σε κοιτώ, θέλω τόσα να σου πω
όμως η φωνή μου χάνεται μακριά.
|
San kormí pu ézise chorís n’ agapithi
san skiá pu kséchase ke na m’ akoluthi
étsi niótho egó,
san pedí pu échase tis mánas ti storgí
san filí pu échi apó chrónia marathi
étsi niótho egó.
Όtan se kitó, vlépo flóga ke kaimó
niótho ti vrochí sta mátia na chtipá,
ótan se kitó, thélo tósa na su po
ómos i foní mu chánete makriá.
San kerí pu svíni mes stis níchtas tin orgí
san skuriá pu échi ap’ ton chróno afethi
étsi niótho egó,
san klarí pu spái ap’ to chióni to varí
san giortí pu svíni prin charáksi i avgí
étsi niótho egó.
Όtan se kitó, vlépo flóga ke kaimó
niótho ti vrochí sta mátia na chtipá,
ótan se kitó, thélo tósa na su po
ómos i foní mu chánete makriá.
|