Μου `χες πει θα φύγεις για λίγο καιρό,
ένας Οδυσσέας χωρίς γυρισμό.
Τώρα τη ζωή μου την πνίγει η ερημιά
και τα γράμματά σου δεν έρχονται πια.
Όχι, δε θα κλάψω ποτέ μου γι’ αυτό,
το παράπονό μου το πνίγω στον άνεμο.
Στις σκιές σε ψάχνω, στο πώς, στο γιατί
και στα σταυροδρόμια που έχεις χαθεί.
Σαν φαρμάκι πίνω τη γλύκα του χτες,
ζω με θυμητάρια από άγιες στιγμές.
Παίρνω ακόμα ελπίδα από ένα φιλί,
το στερνό φιλί σου είναι η φυλακή
|
Mu `ches pi tha fígis gia lígo keró,
énas Odisséas chorís girismó.
Tóra ti zoí mu tin pnígi i erimiá
ke ta grámmatá su den érchonte pia.
Όchi, de tha klápso poté mu gi’ aftó,
to paráponó mu to pnígo ston ánemo.
Stis skiés se psáchno, sto pós, sto giatí
ke sta stavrodrómia pu échis chathi.
San farmáki píno ti glíka tu chtes,
zo me thimitária apó ágies stigmés.
Perno akóma elpída apó éna filí,
to sternó filí su ine i filakí
|