Βάδιζα μόνος και σε κράταγα απ’ το χέρι
ξυράφι η νύχτα κραγμένα στενά
μια μπάντα πίσω μας χάλκινα και κρουστά
το άρρωστο μυαλό μου τι παιχνίδια παίζει!
Βάδιζα μόνος και σε κράταγα απ’ το χέρι
μες στης Κυψέλης τα αδιάκοπα στενά
εσύ με το άσπρο σου χαμογελάκι
κι εγώ με μαύρο πανί στο χέρι
Κι ήτανε τότε σε ένα τζάμι απέναντι
η φάτσα μου έκπληκτη να με κοιτά
ήταν παραίσθηση, δε σε κράταγα απ’ το χέρι
και είπα: “Νυχτιάτικα, τι αστεία είν’ αυτά;”
Μονάχος πάλι, με ξυλιασμένο χέρι
τόσες ώρες έξω κι έχει αρχίσει να φυσά
πήρα τα βήματα κοφτερό μαχαίρι
και ξετινάχτηκα στην τέλεια ερημιά
Βάδιζα μόνος και σε κράταγα απ’ το χέρι
ξυράφι η νύχτα κραγμένα τα στενά
μια μπάντα πίσω μας χάλκινα και κρουστά
το άρρωστο μυαλό μου τι παιχνίδια παίζει!
|
Oádiza mónos ke se krátaga ap’ to chéri
ksiráfi i níchta kragména stená
mia bánta píso mas chálkina ke krustá
to árrosto mialó mu ti pechnídia pezi!
Oádiza mónos ke se krátaga ap’ to chéri
mes stis Kipsélis ta adiákopa stená
esí me to áspro su chamogeláki
ki egó me mavro paní sto chéri
Ki ítane tóte se éna tzámi apénanti
i fátsa mu ékplikti na me kitá
ítan paresthisi, de se krátaga ap’ to chéri
ke ipa: “Nichtiátika, ti astia in’ aftá;”
Monáchos páli, me ksiliasméno chéri
tóses óres ékso ki échi archísi na fisá
píra ta vímata kofteró macheri
ke ksetináchtika stin télia erimiá
Oádiza mónos ke se krátaga ap’ to chéri
ksiráfi i níchta kragména ta stená
mia bánta píso mas chálkina ke krustá
to árrosto mialó mu ti pechnídia pezi!
|