Πότε ανάβει και πότε σβήνει
Ένα φανάρι αναποφάσιστο εδώ
Απορημένος κοιτώ δυο οδηγίες μου δίνει
Πότε με θέλει πότε με διώχνει
Μία πατρίδα αναποφάσιστη εδώ
Σε 700 ευρώ τα όνειρά μου στριμώχνει
Την τύχη μου βρίζω κι αρπάζω φωτιά
Στις φλόγες βαδίζω τον δρόμο φωτίζω
Την τύχη μου βρίζω, γελάω δυνατά
Στη τρέλα που αγγίζω μονάχα ελπίζω
Τη μια παγώνει, την άλλη καίει
Η αγκαλιά σου, αναποφάσιστη εδώ
Σε δυο λεπτά θα εκραγώ, η αντοχή μου εκπνέει
Τη μια ανοίγει, την άλλη κλείνει
Είναι μια πόρτα αναποφάσιστη εδώ
Πίσω της ό,τι ζητώ κι ούτε να δω δε μ’ αφήνει
Μια πατρίδα αναποφάσιστη εδώ
|
Póte anávi ke póte svíni
Έna fanári anapofásisto edó
Aporiménos kitó dio odigies mu díni
Póte me théli póte me dióchni
Mía patrída anapofásisti edó
Se 700 evró ta ónirá mu strimóchni
Tin tíchi mu vrízo ki arpázo fotiá
Stis flóges vadízo ton drómo fotízo
Tin tíchi mu vrízo, geláo dinatá
Sti tréla pu angizo monácha elpízo
Ti mia pagóni, tin álli kei
I agkaliá su, anapofásisti edó
Se dio leptá tha ekragó, i antochí mu ekpnéi
Ti mia anigi, tin álli klini
Ine mia pórta anapofásisti edó
Píso tis ó,ti zitó ki ute na do de m’ afíni
Mia patrída anapofásisti edó
|