Για μια κιθαρίτσα
ξαγρυπνάνε τα κορίτσια
για να ακούσουν της αγάπης τη φωνή
Που έχει γλύκα τόση
κι έχει κιόλας ξημερώσει
και λαλήσανε κι οι πρώτοι πετεινοί
Μείναν ορφανά τα μαξιλάρια
κι αν ξυπνήσει ο γέρος: τι χαμπάρια;
Θα ‘χουμε λαχτάρες
και θα σπάσουν οι κιθάρες
με τις γλάστρες που θα βρέξουν οι ουρανοί
Έκλεισε η ταβέρνα
σταματήσανε τα “κέρνα”
και στο δρόμο μοναχός ένας μπεκρής
Γεια σας παιδιά
Κάπου έχει καθίσει
κι έχει κιόλας ξεμεθύσει
με τη σκέψη κάποιας άπιστης μικρής
Όσο δυνατό κρασί κι αν πίνει
το νερώνει ο πόνος του για ‘κείνη
Έκλεισε η ταβέρνα
σταματήσανε τα “κέρνα”
και στο δρόμο αποκοιμήθηκε ο μπεκρής
|
Gia mia kitharítsa
ksagripnáne ta korítsia
gia na akusun tis agápis ti foní
Pu échi glíka tósi
ki échi kiólas ksimerósi
ke lalísane ki i próti petini
Minan orfaná ta maksilária
ki an ksipnísi o géros: ti chabária;
Tha ‘chume lachtáres
ke tha spásun i kitháres
me tis glástres pu tha vréksun i urani
Έklise i tavérna
stamatísane ta “kérna”
ke sto drómo monachós énas bekrís
Gia sas pediá
Kápu échi kathísi
ki échi kiólas ksemethísi
me ti sképsi kápias ápistis mikrís
Όso dinató krasí ki an píni
to neróni o pónos tu gia ‘kini
Έklise i tavérna
stamatísane ta “kérna”
ke sto drómo apokimíthike o bekrís
|