Πεθαίνω απόψε μοναχός
μέσα σε ξένους τόπους,
μακριά απ’ το σπιτάκι μου
κι απ’ τους δικούς μου ανθρώπους.
Πού είναι η μανούλα μου
να με μοιρολογήσει
κι η αγάπη μου τον τάφο μου
λουλούδια να στολίσει;
Πεθαίνω με παράπονο
βαθιά μες στην ψυχή μου,
ήθελα στην πατρίδα μου
ν’ αφήσω το κορμί μου.
Πού είναι η μανούλα μου
οι συγγενείς κι οι φίλοι
στον τάφο μου να κλάψουνε,
ν’ ανάψουν το καντήλι;
Πεθαίνω κι ένα σας ζητώ:
Τα κόκαλά μου πάρτε
και δίπλα απ’ του πατέρα μου
και τα δικά μου βάλτε.
|
Petheno apópse monachós
mésa se ksénus tópus,
makriá ap’ to spitáki mu
ki ap’ tus dikus mu anthrópus.
Pu ine i manula mu
na me mirologísi
ki i agápi mu ton táfo mu
luludia na stolísi;
Petheno me parápono
vathiá mes stin psichí mu,
íthela stin patrída mu
n’ afíso to kormí mu.
Pu ine i manula mu
i singenis ki i fíli
ston táfo mu na klápsune,
n’ anápsun to kantíli;
Petheno ki éna sas zitó:
Ta kókalá mu párte
ke dípla ap’ tu patéra mu
ke ta diká mu válte.
|