Προτού τα νιάτα μου χαρώ,
Χριστέ και Παναγιά μου,
να το πιστέψω δεν μπορώ, γέρασα
κι ασπρίσαν τα μαλλιά μου,
να το πιστέψω δεν μπορώ, γέρασα
κι ασπρίσαν τα μαλλιά μου.
Εχθές ακόμα έφτιαχνα
καράβια με χαρτόνια,
μα θα μου φύγει το μυαλό, στα σωστά,
πως πέρασαν τα χρόνια,
μα θα μου φύγει το μυαλό, στα σωστά,
πως πέρασαν τα χρόνια.
Δεν έζησα όπως έπρεπε,
γι’ αυτό τώρα λυπάμαι
κι όμως εγώ ενόμιζα, στη ζωή,
πως πάντα νέος θα `μαι
κι όμως εγώ ενόμιζα, στη ζωή,
πως πάντα νέος θα `μαι.
|
Protu ta niáta mu charó,
Christé ke Panagiá mu,
na to pistépso den boró, gérasa
ki asprísan ta malliá mu,
na to pistépso den boró, gérasa
ki asprísan ta malliá mu.
Echthés akóma éftiachna
karávia me chartónia,
ma tha mu fígi to mialó, sta sostá,
pos pérasan ta chrónia,
ma tha mu fígi to mialó, sta sostá,
pos pérasan ta chrónia.
Den ézisa ópos éprepe,
gi’ aftó tóra lipáme
ki ómos egó enómiza, sti zoí,
pos pánta néos tha `me
ki ómos egó enómiza, sti zoí,
pos pánta néos tha `me.
|