Σαββατόβραδο ντυμένη, στολισμένη
πού πηγαίνει η καρδιά μου, πού πηγαίνει;
Με γαρύφαλλο στ’ αυτί,
καμπαρτίνα και βροχή
στα πλακόστρωτα του κόσμου βόλτα βγαίνει.
Της χαρίζουν το φεγγάρι,
μα εκείνη στο παζάρι
μέχρι το πρωί.
Και πριν τα ξημερώματα
μπαίνει σε ξένα σώματα
να κεράσει ένα τσιγάρο
στον αφέντη της το Χάρο.
Κι άιντε απ’ την αρχή.
Σαββατόβραδο καρφί μου με χαράζει.
Ποιον φωνάζει η καρδιά μου, ποιον φωνάζει;
Σε υπόγεια κελιά
σπάει πόρτες και κλειδιά,
τον καημό της σαν αντίδωρο μοιράζει.
Της χαρίζουν το φεγγάρι,
μα εκείνη στο παζάρι
μέχρι το πρωί.
Και πριν τα ξημερώματα
μπαίνει σε ξένα σώματα
να κεράσει ένα τσιγάρο
στον αφέντη της το Χάρο.
Κι άιντε απ’ την αρχή.
|
Savvatóvrado ntiméni, stolisméni
pu pigeni i kardiá mu, pu pigeni;
Me garífallo st’ aftí,
kabartína ke vrochí
sta plakóstrota tu kósmu vólta vgeni.
Tis charízun to fengári,
ma ekini sto pazári
méchri to pri.
Ke prin ta ksimerómata
beni se kséna sómata
na kerási éna tsigáro
ston afénti tis to Cháro.
Ki áinte ap’ tin archí.
Savvatóvrado karfí mu me charázi.
Pion fonázi i kardiá mu, pion fonázi;
Se ipógia keliá
spái pórtes ke klidiá,
ton kaimó tis san antídoro mirázi.
Tis charízun to fengári,
ma ekini sto pazári
méchri to pri.
Ke prin ta ksimerómata
beni se kséna sómata
na kerási éna tsigáro
ston afénti tis to Cháro.
Ki áinte ap’ tin archí.
|