Πέρασα, που λες, από συμφορές
και αγάπες σκάρτες
κι είπα ένα πρωί με στεγνό φιλί:
σβήστε με απ’ τους χάρτες.
Είπα δεν μπορώ να ταλαιπωρώ
άλλο το κορμί μου,
το ‘πε ο καφές, το ‘παν κι οι πληγές
από τη ζωή μου.
Είπε ο Θεός “Γεννηθήτω φως,
η ζωή ν’ ανθίσει”,
ήσουν κιβωτός μα μια μέρα πως
στέρεψες σαν βρύση.
Έτσι ξαφνικά και στα γενικά
πέρασα στην άκρη,
σβήσε μ’ από δω, σβήσε μ’ από ‘κει
σβήσε με απ’ το χάρτη.
|
Pérasa, pu les, apó simforés
ke agápes skártes
ki ipa éna pri me stegnó filí:
svíste me ap’ tus chártes.
Ipa den boró na taleporó
állo to kormí mu,
to ‘pe o kafés, to ‘pan ki i pligés
apó ti zoí mu.
Ipe o Theós “Gennithíto fos,
i zoí n’ anthísi”,
ísun kivotós ma mia méra pos
stérepses san vrísi.
Έtsi ksafniká ke sta geniká
pérasa stin ákri,
svíse m’ apó do, svíse m’ apó ‘ki
svíse me ap’ to chárti.
|