Εκεί που σμίγει ο καιρός με την ελπίδα
κει που ανταμώνει το σκοτάδι με το φως,
στέκει το βλέμμα σου μπροστά στην καταιγίδα
κι είναι τα μάτια σου κουρσάρων θησαυρός
Κύματα οι σκέψεις μου στα πέλαγα του νου
πως με σημάδεψες σκιά του δειλινού
Μάγια που λύθηκαν στη ρότα της καρδιάς,
καημοί που ντύθηκαν στο χρώμα της χαράς
Κι εγώ που γύριζα τις θάλασσες του κόσμου
και κυνηγούσα τους ανέμους του νοτιά,
σ’ είδα ν’ αστράφτεις και να κατοικείς εντός μου,
τη νύχτα που ‘βαλα στα χρόνια μου φωτιά
Κύματα οι σκέψεις μου στα πέλαγα του νου
πως με σημάδεψες σκιά του δειλινού
Μάγια που λύθηκαν στη ρότα της καρδιάς,
καημοί που ντύθηκαν στο χρώμα της χαράς
|
Eki pu smígi o kerós me tin elpída
ki pu antamóni to skotádi me to fos,
stéki to vlémma su brostá stin kategida
ki ine ta mátia su kursáron thisavrós
Kímata i sképsis mu sta pélaga tu nu
pos me simádepses skiá tu dilinu
Mágia pu líthikan sti róta tis kardiás,
kaimi pu ntíthikan sto chróma tis charás
Ki egó pu giriza tis thálasses tu kósmu
ke kinigusa tus anémus tu notiá,
s’ ida n’ astráftis ke na katikis entós mu,
ti níchta pu ‘vala sta chrónia mu fotiá
Kímata i sképsis mu sta pélaga tu nu
pos me simádepses skiá tu dilinu
Mágia pu líthikan sti róta tis kardiás,
kaimi pu ntíthikan sto chróma tis charás
|