Είναι κάτι αγάπες μου
που σηκώνω στις πλάτες μου,
είναι χέρια που κράτησα
κράτα με
σαν πουλάκια τ’ άφησα.
Είναι κάτι στον άνθρωπο
τρυφερό κι απάνθρωπο
και ο κόσμος παράξενος
γυάλινος
σκοτεινός και διάφανος.
Είν’ ο κόσμος δύσκολη γραφή
όλο σβήνεται
κι αν δε διαβαστεί με την αφή
τίποτα δε γίνεται.
Είναι λύπες που ξέχασα
και χαρές που δεν έζησα,
είναι χρόνια που φύγανε
μίλα μου
πες μου που πήγανε.
Είναι φίλοι που χάθηκαν
και φωνές που μου στάθηκαν,
είναι μάτια που φίλησα
μάτια μου
κι από φως ξεχείλισα.
Είναι σπίτια που έχασα
και ποτέ δεν τα ξέχασα,
ένα σχήμα που μπόρεσα
σώμα μου
κι άλλα που δε χώρεσα.
Είναι κάτι στον άνεμο
μυστικό και παράνομο
που τρελαίνει τα σώματα
πόνα τα
με σκιές και χρώματα.
|
Ine káti agápes mu
pu sikóno stis plátes mu,
ine chéria pu krátisa
kráta me
san pulákia t’ áfisa.
Ine káti ston ánthropo
triferó ki apánthropo
ke o kósmos paráksenos
giálinos
skotinós ke diáfanos.
In’ o kósmos dískoli grafí
ólo svínete
ki an de diavasti me tin afí
típota de ginete.
Ine lípes pu kséchasa
ke charés pu den ézisa,
ine chrónia pu fígane
míla mu
pes mu pu pígane.
Ine fíli pu cháthikan
ke fonés pu mu státhikan,
ine mátia pu fílisa
mátia mu
ki apó fos ksechilisa.
Ine spítia pu échasa
ke poté den ta kséchasa,
éna schíma pu bóresa
sóma mu
ki álla pu de chóresa.
Ine káti ston ánemo
mistikó ke paránomo
pu treleni ta sómata
póna ta
me skiés ke chrómata.
|