Δε θ’ αντέξω να το νιώσω το συναίσθημα αυτό
τόση απόγνωση φοβάμαι την ψυχή μου θα σκοτώσει
πέφτουν άστρα μες στη νύχτα στο κορμί μου το καυτό
ποιο δικαίωμα το σώμα μου έχει άδικα πληγώσει
Ξαφνικά μπαίνω στο σπίτι μας και κοίτα χάλια
μια γυναίκα που δεν ξέρω και σπασμένα μπουκάλια
Το κλειδί μας θα πετάξω και σ’ αφήνω
το σπασμένο σου μπουκάλι δε θα γίνω
Η κραυγή του παραλόγου μες στο σπίτι τριγυρνά
Στο κρεβάτι που τις νύχτες σε αγκάλιαζα με πάθος
είχες μάθει να γνωρίζεις του κορμιού μου τα στενά
όχι μη, μη με προδώσεις, θα το δεις πως είναι λάθος
|
De th’ antékso na to nióso to sinesthima aftó
tósi apógnosi fováme tin psichí mu tha skotósi
péftun ástra mes sti níchta sto kormí mu to kaftó
pio dikeoma to sóma mu échi ádika pligósi
Ksafniká beno sto spíti mas ke kita chália
mia gineka pu den kséro ke spasména bukália
To klidí mas tha petákso ke s’ afíno
to spasméno su bukáli de tha gino
I kravgí tu paralógu mes sto spíti trigirná
Sto kreváti pu tis níchtes se agkáliaza me páthos
iches máthi na gnorízis tu kormiu mu ta stená
óchi mi, mi me prodósis, tha to dis pos ine láthos
|