Στην άσφαλτο πέφτει βροχή
σιγά σιγά τ’ αμάξι,
προσεκτικά περπάτησε,
τα χαλινάρια κράτησε,
απόψε τη θυμήθηκα
αυτή που μ’ έχει κάψει.
Στρίψε στο πρώτο το στενό
και στάσου στο δεκάξι
σιγά την πόρτα χτύπησε
και πες “Κυρά μου ξύπνησε”
κι όταν ανοίξει άσε με
και όλα είν’ εντάξει.
Πάψε την πόρτα να χτυπάς
κανείς δεν είναι μέσα,
πάρε τσιγάρο κι άναψε
και δρομολόγιο άλλαξε
αφού δεν είναι σπίτι της
αλλού γλεντάει η μπαμπέσα
|
Stin ásfalto péfti vrochí
sigá sigá t’ amáksi,
prosektiká perpátise,
ta chalinária krátise,
apópse ti thimíthika
aftí pu m’ échi kápsi.
Strípse sto próto to stenó
ke stásu sto dekáksi
sigá tin pórta chtípise
ke pes “Kirá mu ksípnise”
ki ótan aniksi áse me
ke óla in’ entáksi.
Pápse tin pórta na chtipás
kanis den ine mésa,
páre tsigáro ki ánapse
ke dromológio állakse
afu den ine spíti tis
allu glentái i babésa
|