Στην βρύση την κρυόβρυση, στην βρύση την κρυόβρυση που `ναι το κρυονέρι μια βλαχοπούλα πήγαινε με το ασκί στο χέρι.
Την βλάχα την αντάμωσε, την βλάχα την αντάμωσε ένα παλικαράκι και τ’ όνομά της ρώτησε της πιάνει το χεράκι.
Κι αυτή ξεροκοκκίνησε, κι αυτή ξεροκοκκίνησε και το κεφάλι σκύβει και βάζει το μαντήλι της το πρόσωπό της κρύβει.
Βγάλε καλέ βλαχούλα μου, βγάλε καλέ βλαχούλα μου το άσπρο σου μαντήλι για να σου δώσω ένα φιλί στα κόκκινα σου χείλη.
Πάηνε λεβέντη στο καλό, παηνέ λεβέντη στο καλό κι άσε με να γιομίσω την Κυριακή παντρεύομαι τον άντρα θα φιλήσω.
|
Stin vrísi tin krióvrisi, stin vrísi tin krióvrisi pu `ne to krionéri mia vlachopula pígene me to askí sto chéri.
Tin vlácha tin antámose, tin vlácha tin antámose éna palikaráki ke t’ ónomá tis rótise tis piáni to cheráki.
Ki aftí kserokokkínise, ki aftí kserokokkínise ke to kefáli skívi ke vázi to mantíli tis to prósopó tis krívi.
Ogále kalé vlachula mu, vgále kalé vlachula mu to áspro su mantíli gia na su dóso éna filí sta kókkina su chili.
Páine levénti sto kaló, painé levénti sto kaló ki áse me na giomíso tin Kiriakí pantrevome ton ántra tha filíso.
|