Στην άπιαστη καρδιά του ουρανού
θα στείλω μια φωτιά,
με κόκκινες ανταύγειες του νου
κι ανάσες του νοτιά.
Χρυσόμυγα δεμένη η ψυχή
στην άκρη ενός φιλιού,
στα χείλια στάλες κρασί,
φάντασμα εσύ του παλιού.
Γλίστρησαν απ’ τα δέντρα οι σκιές
στην πρώτη αστροφεγγιά,
μισάνοιχτες τη νύχτα οι ζωές
στου ονείρου τη σκουριά.
Χρυσόμυγα δεμένη η ψυχή
στο σώμα που αγαπάς,
καρδιά μου πάψε κι εσύ
πάντα μισή να χτυπάς.
Πόσο κάνει τόση αγάπη,
πόσα δάκρυα και πόσο ψέμα στους όρκους θέλει,
πόσο ασήμια και χρυσάφι,
για ένα χάδι, μιαν ανάσα, από άγριο μέλι.
Μη ρωτάς ποτέ τους ανθρώπους,
μη ρωτάς, κανείς δε θα πει
πόσο κάνει τόση αγάπη,
πόσα δάκρυα και πόσο ψέμα για δυο φιλιά.
|
Stin ápiasti kardiá tu uranu
tha stilo mia fotiá,
me kókkines antavgies tu nu
ki anáses tu notiá.
Chrisómiga deméni i psichí
stin ákri enós filiu,
sta chilia stáles krasí,
fántasma esí tu paliu.
Glístrisan ap’ ta déntra i skiés
stin próti astrofengiá,
misánichtes ti níchta i zoés
stu oniru ti skuriá.
Chrisómiga deméni i psichí
sto sóma pu agapás,
kardiá mu pápse ki esí
pánta misí na chtipás.
Póso káni tósi agápi,
pósa dákria ke póso pséma stus órkus théli,
póso asímia ke chrisáfi,
gia éna chádi, mian anása, apó ágrio méli.
Mi rotás poté tus anthrópus,
mi rotás, kanis de tha pi
póso káni tósi agápi,
pósa dákria ke póso pséma gia dio filiá.
|