Καθίσαμε στον πάγκο με ποτά,
σε υπαίθριο μπαρ, ωστόσο, φορτωμένο,
χαμόγελα κι ερωτηματικά
πάνω σε πρόσωπα με χρώμα αρρωστημένο.
Απέφευγες πολύ προσεκτικά
να θίξεις έρωτες κι αγάπης ιστορίες,
κατέφευγες σε κάτι πληκτικά
ανέκδοτα γι’ ανύποπτες κυρίες.
Κι η νύχτα που γινόταν πρωινή
κατάφερνε, γλυκά, να με πληγώνει,
υγρή, μες στο γρασίδι, η σιωπή
και ξαγρυπνούν τα φώτα απ’ το μπαλκόνι.
Αφήσαμε το μπαρ, νομίζω, χθες,
ίσως απόψε, ίσως μέρες τώρα,
θυμάμαι πως τολμούσες και να κλαις
όταν η νύχτα σου φαινόταν σαρκοβόρα.
Κι η νύχτα που γινόταν πρωινή
κατάφερνε, γλυκά, να με πληγώνει,
υγρή, μες στο γρασίδι, η σιωπή
και ξαγρυπνούν τα φώτα στο μπαλκόνι.
Το χρόνο έχασες, στενεύτηκες πολύ,
μπερδεύτηκες σε μέρες και σε μήνες,
δεν ξέρεις καν αν κάποια νοσταλγείς
τις νύχτες που είναι ύποπτες και κρύες.
Κι η νύχτα που γινόταν πρωινή
κατάφερνε, γλυκά, να με πληγώνει,
υγρή, μες στο γρασίδι, η σιωπή
και ξαγρυπνούν τα φώτα απ’ το μπαλκόνι.
|
Kathísame ston págko me potá,
se ipethrio bar, ostóso, fortoméno,
chamógela ki erotimatiká
páno se prósopa me chróma arrostiméno.
Apéfevges polí prosektiká
na thíksis érotes ki agápis istoríes,
katéfevges se káti pliktiká
anékdota gi’ anípoptes kiríes.
Ki i níchta pu ginótan priní
katáferne, gliká, na me pligóni,
igrí, mes sto grasídi, i siopí
ke ksagripnun ta fóta ap’ to balkóni.
Afísame to bar, nomízo, chthes,
ísos apópse, ísos méres tóra,
thimáme pos tolmuses ke na kles
ótan i níchta su fenótan sarkovóra.
Ki i níchta pu ginótan priní
katáferne, gliká, na me pligóni,
igrí, mes sto grasídi, i siopí
ke ksagripnun ta fóta sto balkóni.
To chróno échases, steneftikes polí,
berdeftikes se méres ke se mínes,
den kséris kan an kápia nostalgis
tis níchtes pu ine ípoptes ke kríes.
Ki i níchta pu ginótan priní
katáferne, gliká, na me pligóni,
igrí, mes sto grasídi, i siopí
ke ksagripnun ta fóta ap’ to balkóni.
|