Τα μεσημέρια της σιωπής είναι μαχαίρια,
τα μεσημέρια της σιωπής είναι φωτιά,
τα μεσημέρια της σιωπής δίνουν στα χέρια,
μία θηλιά για να μου πνίξει την καρδιά.
Κι εσύ που έφυγες νωρίς κι εσύ που χάθηκες,
σε ποια αγκαλιά, σε ποιο φιλί μ’ έχεις ξεχάσει,
βαριά πληγώθηκα και όμως δε με νοιάστηκες,
στη μοναξιά και στον καημό μ’ έχεις μοιράσει.
Τα μεσημέρια της χαράς ήταν αστέρια,
στον παγωμένο ουρανό της ερημιάς,
κι εσύ μια στάλα ευτυχίας μες στα χέρια,
που σαν ξερόφυλλο σε πήρε ο Βοριάς.
Κι εσύ που έφυγες νωρίς κι εσύ που χάθηκες,
σε ποια αγκαλιά, σε ποιο φιλί μ’ έχεις ξεχάσει,
βαριά πληγώθηκα και όμως δε με νοιάστηκες,
στη μοναξιά και στον καημό μ’ έχεις μοιράσει,
στη μοναξιά και στον καημό μ’ έχεις μοιράσει.
|
Ta mesiméria tis siopís ine macheria,
ta mesiméria tis siopís ine fotiá,
ta mesiméria tis siopís dínun sta chéria,
mía thiliá gia na mu pníksi tin kardiá.
Ki esí pu éfiges norís ki esí pu cháthikes,
se pia agkaliá, se pio filí m’ échis ksechási,
variá pligóthika ke ómos de me niástikes,
sti monaksiá ke ston kaimó m’ échis mirási.
Ta mesiméria tis charás ítan astéria,
ston pagoméno uranó tis erimiás,
ki esí mia stála eftichías mes sta chéria,
pu san kserófillo se píre o Ooriás.
Ki esí pu éfiges norís ki esí pu cháthikes,
se pia agkaliá, se pio filí m’ échis ksechási,
variá pligóthika ke ómos de me niástikes,
sti monaksiá ke ston kaimó m’ échis mirási,
sti monaksiá ke ston kaimó m’ échis mirási.
|