Όταν ο άνεμος φυσά
κι οι άνθρωποι σωπαίνουν
κάτι σκιές με προσκαλούν
στις έρημες μαρίνες
τα πλοία των ερώτων μας
μου δείχνουν που πεθαίνουν
και τριγυρνούν στην πλώρη τους
νεράιδες και σειρήνες
Πάνω στον πάγκο ενός καφέ
τα βρόχινα τους μάτια
για τα ναυάγια με ρωτούν
και της ζωής το ψέμα
κι εγώ δειλά τους απαντώ
κοιτώντας τα κατάρτια
η δύση κι η ανατολή
έχουν το ίδιο αίμα
Έτσι στα καθημερινά
αμήχανοι γυρνάμε
παιδιά που παίζουν στη βροχή
με τρυπημένη μπάλα
μα κάποιος γέρος ναυτικός
μας είχε πει θυμάμαι
πως πάντα μέσα μας θα ζουν
τα μπάρκα τα μεγάλα
Τρικάταρτο η αγάπη σου
και ο καιρός αρμύρα
μια Κυριακή σ’αντίκρισα
και μου ’κλεψες το φως μου
ό, τι με πνίγει ν’αγαπώ
είν’ η δική μου μοίρα
καλά ταξίδια, μάτια μου,
στις θάλασσες του κόσμου
|
Όtan o ánemos fisá
ki i ánthropi sopenun
káti skiés me proskalun
stis érimes marínes
ta plia ton eróton mas
mu dichnun pu pethenun
ke trigirnun stin plóri tus
neráides ke sirínes
Páno ston págko enós kafé
ta vróchina tus mátia
gia ta nafágia me rotun
ke tis zoís to pséma
ki egó dilá tus apantó
kitóntas ta katártia
i dísi ki i anatolí
échun to ídio ema
Έtsi sta kathimeriná
amíchani girnáme
pediá pu pezun sti vrochí
me tripiméni bála
ma kápios géros naftikós
mas iche pi thimáme
pos pánta mésa mas tha zun
ta bárka ta megála
Trikátarto i agápi su
ke o kerós armíra
mia Kiriakí s’antíkrisa
ke mu ’klepses to fos mu
ó, ti me pnígi n’agapó
in’ i dikí mu mira
kalá taksídia, mátia mu,
stis thálasses tu kósmu
|