Αυτά τα στέφανα που φτιάχτηκαν με άνθη,
κάθε λουλούδι έχει γίνει αγκάθι.
Αυτά τα στέφανα που κάποτε μας σμίξαν,
γίναν θηλιές και την αγάπη μας την πνίξαν!
Βλέπω μπροστά στα εικονίσματα τα στέφανα,
σαν ορφανά του χωρισμού μας τη βραδιά.
Κι ενώ με πίκρα αναρωτιέμαι τι σου έκανα,
σαν δακρυσμένη με κοιτάζει η Παναγιά,
σαν δακρυσμένη με κοιτάζει η Παναγιά.
Μοιάζουν στο φως του καντηλιού λευκά φαντάσματα
με στολισμένα τα μαλλιά λεμονανθούς,
και εγώ μαζί τους στης καρδιάς μου τα χαλάσματα
να σε γυρεύω και εσύ να μη μ’ ακούς.
|
Aftá ta stéfana pu ftiáchtikan me ánthi,
káthe luludi échi gini agkáthi.
Aftá ta stéfana pu kápote mas smíksan,
ginan thiliés ke tin agápi mas tin pníksan!
Olépo brostá sta ikonísmata ta stéfana,
san orfaná tu chorismu mas ti vradiá.
Ki enó me píkra anarotiéme ti su ékana,
san dakrisméni me kitázi i Panagiá,
san dakrisméni me kitázi i Panagiá.
Miázun sto fos tu kantiliu lefká fantásmata
me stolisména ta malliá lemonanthus,
ke egó mazí tus stis kardiás mu ta chalásmata
na se girevo ke esí na mi m’ akus.
|