Να σου πω για τη ματιά της που `ναι γκρίζα και ζεστή,
να σου πω για τα μαλλιά της, θάλασσα κυματιστή.
Σουλατσάρει στην Αθήνα και ραγίζουν τα μπετά,
τέτοια ζωντανή κουκλίνα, Θεέ μου δεν ξανάδα πουθενά.
Είναι γόησσα, είναι γόησσα.
Πάει μπροστά και ανοίγει δρόμο μέσα από την αγορά,
έχει το δικό της νόμο, ένα θύμα τη φορά.
Άμα σου χαμογελάσει, θα σε στείλει στ’ ανοιχτά,
σ’ άλλο χρόνο σ’ άλλη φάση κι από κει δε θα γυρίσεις πια.
Είναι γόησσα, είναι γόησσα.
Έτσι κάνεις πως ανάβεις το τσιγάρο που κρατάει,
κάτι μες την αγκαλιά της σαν ρουφήχτρα σε ρουφάει.
Της χαρίζεις μια μπαλάντα και σου κλέβει τη φωνή,
έτσι θα πληρώνεις πάντα την αληθινή τιμή της αν σου πει.
Είναι γόησσα, είναι γόησσα.
|
Na su po gia ti matiá tis pu `ne gkríza ke zestí,
na su po gia ta malliá tis, thálassa kimatistí.
Sulatsári stin Athína ke ragizun ta betá,
tétia zontaní kuklína, Theé mu den ksanáda puthená.
Ine góissa, ine góissa.
Pái brostá ke anigi drómo mésa apó tin agorá,
échi to dikó tis nómo, éna thíma ti forá.
Άma su chamogelási, tha se stili st’ anichtá,
s’ állo chróno s’ álli fási ki apó ki de tha girísis pia.
Ine góissa, ine góissa.
Έtsi kánis pos anávis to tsigáro pu kratái,
káti mes tin agkaliá tis san rufíchtra se rufái.
Tis charízis mia balánta ke su klévi ti foní,
étsi tha plirónis pánta tin alithiní timí tis an su pi.
Ine góissa, ine góissa.
|