Ταξίμι από μπαγλαμά και η βροχή δυνάμωσε.
Το παραθύρι θάμπωσε απ’ του νοτιά το χνώτο.
Πιάσανε, λέει, το Μεμά, με τα λαθραία στο ντορβά
τον πήγανε στο Πρώτο.
Ο φωτογράφος με χωνί μπαγιάτικη «Ακρόπολη»
και στην παλιά Μητρόπολη ρολόι δίχως ώρα.
Αχ, των ματιών σου οι ουρανοί, πικρή αγάπη μου ορφανή
σε ποιον να φέγγουν τώρα;
Μας πήραν τσάμπα τα καπνά κάποιος στην άκρη μίλησε
και στη γωνιά του γρύλισε βραχνά ο φωνογράφος.
Τσάμπα μου πήρες την καρδιά μιαν ανεξήγητη βραδιά
κι είν’ η ζωή μου τάφος.
|
Taksími apó baglamá ke i vrochí dinámose.
To parathíri thábose ap’ tu notiá to chnóto.
Piásane, léi, to Memá, me ta lathrea sto ntorvá
ton pígane sto Próto.
O fotográfos me choní bagiátiki «Akrópoli»
ke stin paliá Mitrópoli rolói díchos óra.
Ach, ton matión su i urani, pikrí agápi mu orfaní
se pion na féngun tóra;
Mas píran tsába ta kapná kápios stin ákri mílise
ke sti goniá tu grílise vrachná o fonográfos.
Tsába mu píres tin kardiá mian aneksígiti vradiá
ki in’ i zoí mu táfos.
|