Βαρέθηκα τους ίδιους δρόμους
εμπούχτισα τα σκοτεινά στενά
τους θυελώδεις τροχονόμους, με τα κράνη τα λευκά,
με τα κράνη τα λευκά
Το γυαλιστερό αυτοκίνητό μου
το σιχαμένο το εγώ μου
Βράδυ κι όλα κινούνται απειλητικά
Οι δρόμοι είναι απροσπέλαστοι
οκτώ η ώρα και νεκρός μέσα στην κίνηση
στη λεωφόρο τη σπαρμένη, με σιδερένια κλουβιά,
με σιδερένια κλουβιά
Και στα φανάρια δύο δύο τα ξυπόλητα παιδιά,
τα ξυπόλυτα παιδιά
Φωκίωνος Νέγρη, Ελευσίνα
στην άσφαλτο ολόκληρη η Αθήνα
και στον αέρα επάνω, disco μουσική,
σταλμένη πάντα από την Αμερική
Και στον αέρα, επάνω, disco μουσική,
σταλμένη πάντα από την Αμερική
Θα κλειστώ μέσα μου να μελαγχολήσω
μια που δεν μπορώ να κάνω πίσω
και θα με βρει το πρωί, πάνω σ’ ένα σκαλοπάτι
να ονειρεύομαι τη νύχτα αυτή
Και θα με βρει το πρωί, πάνω σ’ ένα σκαλοπάτι
να ονειρεύομαι τη νύχτα αυτή
|
Oaréthika tus ídius drómus
ebuchtisa ta skotiná stená
tus thielódis trochonómus, me ta kráni ta lefká,
me ta kráni ta lefká
To gialisteró aftokínitó mu
to sichaméno to egó mu
Orádi ki óla kinunte apilitiká
I drómi ine aprospélasti
októ i óra ke nekrós mésa stin kínisi
sti leofóro ti sparméni, me siderénia kluviá,
me siderénia kluviá
Ke sta fanária dío dío ta ksipólita pediá,
ta ksipólita pediá
Fokíonos Négri, Elefsína
stin ásfalto olókliri i Athína
ke ston aéra epáno, disco musikí,
stalméni pánta apó tin Amerikí
Ke ston aéra, epáno, disco musikí,
stalméni pánta apó tin Amerikí
Tha klistó mésa mu na melagcholíso
mia pu den boró na káno píso
ke tha me vri to pri, páno s’ éna skalopáti
na onirevome ti níchta aftí
Ke tha me vri to pri, páno s’ éna skalopáti
na onirevome ti níchta aftí
|