Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας.
Κι έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας.
Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
έστρωσ’ ο νους κι ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,
όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση
η Ανατολή τ’ αρχίναγε κι ετέλειωνέ το η Δύση.
Έστρωσ’ , εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους
κι εδέχθηκε στα βάθη της τον ουρανό κι εκείνους.
Κι όπου η βουλή τους συφορά κι όπου το πόδι χάρος.
Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.
|
Páli mu ksípase t’ aftí glikiás fonís agéras.
Ki éplase t’ ástro tis nichtós ke t’ ástro tis iméras.
Tu pónu estrépsan i pigés apó to sothikó mu,
éstros’ o nus ki anévika páli ston eaftó mu.
Ήtan me séna tris charés stin píkra fitroménes,
ómos gia ména sti chará tris píkres rizoménes.
Chiliádes íchi amétriti, polí vathiá sti chtísi
i Anatolí t’ archínage ki etélioné to i Dísi.
Έstros’ , edéchth’ i thálassa ántres ripsokindínus
ki edéchthike sta váthi tis ton uranó ki ekinus.
Ki ópu i vulí tus siforá ki ópu to pódi cháros.
I dínamí su pélago ki i thélisí mu vráchos.
|