Κι αν είναι μόνη τραγουδάει χωρίς αστεία γελάει
Κόσμος γλυκός παραμυθένιος σ’ ένα μυαλό γυρνάει
Τρύπια καπέλα πάνω στο κεφάλι
Ψεύτικες χάντρες στο γυμνό λαιμό της
Ότι κι αν ζει κρατάει μα είναι δικό της
Μέσα στις λάσπες που πατάει λες και ουρανοβατεί
Δένει τα άστρα στη σειρά με χρυσαφιά κλωστή
Στο φεγγαρόφωτο λουσμένη δες προσμένω
σαν πορτοκάλι μισοκουρδισμένο
Στα όνειρα της κάθε βράδυ ο εφιάλτης δεν τελειώνει
κλαίει θυμάται στο σκοτάδι η χειμωνιά την βρήκε μόνη
Χτυπάει της πόρτες Παραδείσου λέει πετάω εκεί
τους αδερφούς μου ν’ αγκαλιάσω πριν έρθει η βροχή
Στον κήπο της Εδέμ πλανιέται ποτάμι καθαρό
Ήρθε η ώρα να ξεχάσει τις πίκρες της θαρρώ.
|
Ki an ine móni tragudái chorís astia gelái
Kósmos glikós paramithénios s’ éna mialó girnái
Trípia kapéla páno sto kefáli
Pseftikes chántres sto gimnó lemó tis
Όti ki an zi kratái ma ine dikó tis
Mésa stis láspes pu patái les ke uranovati
Déni ta ástra sti sirá me chrisafiá klostí
Sto fengarófoto lusméni des prosméno
san portokáli misokurdisméno
Sta ónira tis káthe vrádi o efiáltis den telióni
klei thimáte sto skotádi i chimoniá tin vríke móni
Chtipái tis pórtes Paradisu léi petáo eki
tus aderfus mu n’ agkaliáso prin érthi i vrochí
Ston kípo tis Edém planiéte potámi katharó
Ήrthe i óra na ksechási tis píkres tis tharró.
|