Ένα πενήντα με τα χέρια στην ανάταση,
μα μόλις σ’ αντικρίσουμε, μπαίνουμε όλοι σε παράταξη.
Φοράς μια φούστα εφαρμοστή κι ένα στενό μπλουζάκι
κι όλο χορεύεις σαν τρελή λες κι έχεις πάθει κάτι.
Αχ, αυτή σου η φύση που έχει αλλοφρονήσει
έχει ανάψει φωτιές, έχει κάψει καρδιές,
μπόι δυο πιθαμές.
Κάτι σε σπρώχνει στο τραπέζι να ανέβεις,
κι εκεί που λες πως ντρέπεσαι, μετά δεν κατεβαίνεις.
Λες και σου είναι απωθημένο από πολύ μικρή
και θέλεις από ’κεί ψηλά ν’ αποσπάς την προσοχή.
Αχ, αυτή σου η φύση που έχει αλλοφρονήσει
έχει ανάψει φωτιές, έχει κάψει καρδιές,
μπόι δυο πιθαμές.
Ολόκληρο το μαγαζί εσένανε κοιτάζει,
πάνω σου πέφτει ο φωτισμός και σε σεληνιάζει.
Το πήρες όλο μονομιάς, για λίγο ξεκουράσου.
Κράτα δυνάμεις για μετά, η νύχτα είναι δικιά σου.
Αχ, αυτή σου η φύση που έχει αλλοφρονήσει
έχει ανάψει φωτιές, έχει κάψει καρδιές,
μπόι δυο πιθαμές.
|
Έna penínta me ta chéria stin anátasi,
ma mólis s’ antikrísume, benume óli se parátaksi.
Forás mia fusta efarmostí ki éna stenó bluzáki
ki ólo chorevis san trelí les ki échis páthi káti.
Ach, aftí su i físi pu échi allofronísi
échi anápsi fotiés, échi kápsi kardiés,
bói dio pithamés.
Káti se spróchni sto trapézi na anévis,
ki eki pu les pos ntrépese, metá den katevenis.
Les ke su ine apothiméno apó polí mikrí
ke thélis apó ’ki psilá n’ apospás tin prosochí.
Ach, aftí su i físi pu échi allofronísi
échi anápsi fotiés, échi kápsi kardiés,
bói dio pithamés.
Olókliro to magazí esénane kitázi,
páno su péfti o fotismós ke se seliniázi.
To píres ólo monomiás, gia lígo ksekurásu.
Kráta dinámis gia metá, i níchta ine dikiá su.
Ach, aftí su i físi pu échi allofronísi
échi anápsi fotiés, échi kápsi kardiés,
bói dio pithamés.
|