Το παιδί από την Κρήτη
που το λέγανε Κοσμά
το δικάσανε μια Τρίτη
σε ισόβια δεσμά.
Κι ήταν κρύο το φεγγάρι,
κρύο αλουμίνιο,
σαν τα βράδια του Γενάρη
πάνω από τ’ Αγρίνιο.
Στο ποτήρι το κρασί του
έμεινε ατελείωτο,
του ’καναν τα χρόνια χιόνια
και το βίο αβίωτο.
Παραπεταμένος είσαι,
μάγκα μου, σε μια γωνιά,
γεια σου, κόσμε σιδερένιε,
γεια σου, χάλκινε ντουνιά.
Έγραφε σε κάθε τοίχο:
“Άλλο ένα τετράμηνο,
να ’σουνα, ζωή, βροχούλα,
να ’μουνα κυκλάμινο.”
Θάνατος μες στο κορμί του
έφτασε ανοιξιάτικα
και χτυπούσαν οι καμπάνες
σαν τρελές νυχτιάτικα.
|
To pedí apó tin Kríti
pu to légane Kosmá
to dikásane mia Tríti
se isóvia desmá.
Ki ítan krío to fengári,
krío alumínio,
san ta vrádia tu Genári
páno apó t’ Agrínio.
Sto potíri to krasí tu
émine atelioto,
tu ’kanan ta chrónia chiónia
ke to vío avíoto.
Parapetaménos ise,
mágka mu, se mia goniá,
gia su, kósme siderénie,
gia su, chálkine ntuniá.
Έgrafe se káthe ticho:
“Άllo éna tetrámino,
na ’suna, zoí, vrochula,
na ’muna kiklámino.”
Thánatos mes sto kormí tu
éftase aniksiátika
ke chtipusan i kabánes
san trelés nichtiátika.
|