Με ρίγος θανάτου σέρνω το κάρο
σε λεωφόρο κεντρική.
Φοβάμαι πολύ –ωιμέ-
μην πέσω κάτω. Κοντεύω για τον σταύλο
να ξαποστάσω. Στον παραπέρα δρόμο.
Είμαι στο χώμα, κι άνθρωποι μ’ έχουν κυκλώσει και με σφάζουν.
Τα μάτια μου ήταν ακόμη ανοιχτά
για βοήθεια τρέχει ο αμαξάς
και πόρτες ανοίγουνε
και χύνονται έξω οι γειτόνοι με μαχαίρια
κι απ’ το κορμί μου κόβουν κρέας κι όλο βρίζουν
και με σχίζανε κομμάτια, κι ας με βλέπαν όλοι ν’ανασαίνω.
Κι όμως όλοι μ’ αγαπούσανε πάντα
με φίλευαν ζάχαρη και με χαϊδεύαν
και μου έριχναν στην πλάτη μου ρούχο να φυλάγομαι από τις μύγες.
Πρώτα όλοι φίλοι
και τώρα όλοι τους θηρία.
Ποιος τους είχε κάνει έτσι; Τι να είχαν πάθει κι αγριέψαν;
Κι ενώ ξεψυχώ βλέπω μόνο μαυρίλα
και μια παγωνιά να χτυπάει την γη.
Πως δεν το βλέπεις εσύ;
Κι έχουν παγώσει πια οι ανθρώποι
το χέρι ζέστανέ τους, μα βιάσου δεν προφταίνεις.
Γιατί όταν πέσεις και ζητάς βοήθεια θα σε σφάξουν!
|
Me rígos thanátu sérno to káro
se leofóro kentrikí.
Fováme polí –imé-
min péso káto. Kontevo gia ton stavlo
na ksapostáso. Ston parapéra drómo.
Ime sto chóma, ki ánthropi m’ échun kiklósi ke me sfázun.
Ta mátia mu ítan akómi anichtá
gia voíthia tréchi o amaksás
ke pórtes anigune
ke chínonte ékso i gitóni me macheria
ki ap’ to kormí mu kóvun kréas ki ólo vrízun
ke me schízane kommátia, ki as me vlépan óli n’anaseno.
Ki ómos óli m’ agapusane pánta
me fílevan záchari ke me chaidevan
ke mu érichnan stin pláti mu rucho na filágome apó tis míges.
Próta óli fíli
ke tóra óli tus thiría.
Pios tus iche káni étsi; Ti na ichan páthi ki agriépsan;
Ki enó ksepsichó vlépo móno mavríla
ke mia pagoniá na chtipái tin gi.
Pos den to vlépis esí;
Ki échun pagósi pia i anthrópi
to chéri zéstané tus, ma viásu den proftenis.
Giatí ótan pésis ke zitás voíthia tha se sfáksun!
|