Αχ αυτό το πιτσιρίκι έχει βάλει σε μπελάδες,
έχει βάλει σε σκοτούρα όλη τη κομμαντατούρα.
Μέρα νύχτα το γυρεύουν να το πιάσουν για να μιλήσει
είκοσ’ πέντε με τα κράνη, μάτι πια δεν έχουν κλείσει.
Ξέρω ένα πιτσιρίκι με λαγού περπατησιά,
εξυπνάδα Μωραΐτη, Μακεδόνα λεβεντιά.
Ξέρω ένα πιτσιρίκι που `χει αντρική καρδιά,
πονηριά Κεφαλλονίτη, Κρητικού παλικαριά.
Αχ αυτό το πιτσιρίκι το `σκασε απ’ τη ταράτσα
που ήτανε φυλακισμένο μέσα στη κομάντο πιάτσα.
Ο σκοπός ο Ιταλιάνος έκανε πως δεν κοιτούσε
όταν το πιτσιρικάκι κάτω στο κενό πηδούσε.
Ξέρω ένα πιτσιρίκι με λαγού περπατησιά,
εξυπνάδα Μωραΐτη, Μακεδόνα λεβεντιά.
Ξέρω ένα πιτσιρίκι που `χει αντρική καρδιά,
πονηριά Κεφαλλονίτη, Κρητικού παλικαριά.
|
Ach aftó to pitsiríki échi váli se beládes,
échi váli se skotura óli ti kommantatura.
Méra níchta to girevun na to piásun gia na milísi
ikos’ pénte me ta kráni, máti pia den échun klisi.
Kséro éna pitsiríki me lagu perpatisiá,
eksipnáda Moraΐti, Makedóna leventiá.
Kséro éna pitsiríki pu `chi antrikí kardiá,
poniriá Kefalloníti, Kritiku palikariá.
Ach aftó to pitsiríki to `skase ap’ ti tarátsa
pu ítane filakisméno mésa sti kománto piátsa.
O skopós o Italiános ékane pos den kituse
ótan to pitsirikáki káto sto kenó piduse.
Kséro éna pitsiríki me lagu perpatisiá,
eksipnáda Moraΐti, Makedóna leventiá.
Kséro éna pitsiríki pu `chi antrikí kardiá,
poniriá Kefalloníti, Kritiku palikariá.
|