Το τριαντάφυλλο
Είδα στον ύπνο μου, πως μίκρυνες.
Πως έγινες ένα τριαντάφυλλο κόκκινο,
φρέσκο, σαν άκοπο.
Σ’ είχα στο χέρι μου, τάχα, και πήγαινα,
πήγαινα .
Πέρασα κι άφησα
δεξιά τον Ταΰγετο. Στάθηκα μόνο,
τον κοίταξα λίγο, ξαναπήρα τον δρόμο μου κι όλο
πήγαινα, πήγαινα….
Που να σε βάλω;
Όλη η γης είναι στήθος μου.
|
To triantáfillo
Ida ston ípno mu, pos míkrines.
Pos égines éna triantáfillo kókkino,
frésko, san ákopo.
S’ icha sto chéri mu, tácha, ke pígena,
pígena .
Pérasa ki áfisa
deksiá ton Taΰgeto. Státhika móno,
ton kitaksa lígo, ksanapíra ton drómo mu ki ólo
pígena, pígena….
Pu na se válo;
Όli i gis ine stíthos mu.
|