Πήρες μοτοσικλέτα κι ένα πέτσινο μπουφάν
κι όλο με τριγυρίζεις σαν να είσαι ο Δον Ζουάν.
Κάνεις κόντρες και σούζες και φιγούρα μου πουλάς,
σαν τον άνεμο τρέχεις, με το κόκκινο περνάς.
Τρέχεις πολύ και δε θα προλάβεις,
τρέχεις πολύ και δε θ’ ακουστώ.
Πως να στο πω να καταλάβεις ότι σ’ αγαπώ;
Μοιάζεις με τον Τραβόλτα και την τσίχλα σου μασάς,
όλο ντίσκο και βόλτα και για μηχανές μιλάς.
Τα φτωχά όνειρά σου τα ‘χεις ντύσει στα χρυσά
κι η μικρή γειτονιά σου τώρα πια δε σε χωρά.
Τρέχεις πολύ και δε θα προλάβεις,
τρέχεις πολύ και δε θ’ ακουστώ.
Πως να στο πω να καταλάβεις ότι σ’ αγαπώ;
|
Píres motosikléta ki éna pétsino bufán
ki ólo me trigirízis san na ise o Don Zuán.
Kánis kóntres ke suzes ke figura mu pulás,
san ton ánemo tréchis, me to kókkino pernás.
Tréchis polí ke de tha prolávis,
tréchis polí ke de th’ akustó.
Pos na sto po na katalávis óti s’ agapó;
Miázis me ton Travólta ke tin tsíchla su masás,
ólo ntísko ke vólta ke gia michanés milás.
Ta ftochá ónirá su ta ‘chis ntísi sta chrisá
ki i mikrí gitoniá su tóra pia de se chorá.
Tréchis polí ke de tha prolávis,
tréchis polí ke de th’ akustó.
Pos na sto po na katalávis óti s’ agapó;
|