Τους ήλιους δεν εμέτρησες
που σε ζητήσαν τόσα χρόνια.
Που ‘σαι γυναίκα
με τα γαλάζια τσίνορα;
Σ’ έκρυψε στο φουστάνι της
η μαραμένη κοπέλα
πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν
σε χιόνι λασπερό.
Μεγάλη νυχτερίδα τρέφεται
απ’ τη νιότη σου
γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει
πριν χορτάσεις.
Το μεσημέρι καίει
στα ψηλά τα δώματα,
το κύμα του ξανθό
λούζει τους δρόμους.
Πεθαίνεις με τους ποιητές
κάθε ηλιοβασίλεμα.
Τα χέρια σου μυρίζουν
απ’ τα μαλλιά τους.
Χτυπάει η καμπάνα
που δεν πιστεύεις πια.
Σε ξένη αυλή συνομιλείς
με το φεγγάρι.
Σου ‘φερε ο Μυλόζ
φέτος την άνοιξη.
Την πείνα σου ποιος άλλος
μπορούσε να νοιαστεί;
Φουρτούνιασε τη γειτονιά
το φιλντισένιο αμάξι του.
Γίνου όμορφη, γίνου όμορφη,
στα περιβόλια θα σε δείξει.
Έχεις ένα χαμόγελο
από μαργαριτάρια,
ψαράδες Σικελοί
στο ταίριαξαν να το φοράς.
Ψάξε και βρες το
πριν σε κλείσει η νύχτα
σ’ ένα υπόγειο βαθύτερο
από τούτο.
|
Tus ílius den emétrises
pu se zitísan tósa chrónia.
Pu ‘se gineka
me ta galázia tsínora;
S’ ékripse sto fustáni tis
i maraméni kopéla
pénte chimónes s’ éthapsan
se chióni lasperó.
Megáli nichterída tréfete
ap’ ti nióti su
gi’ aftó norís vradiázi
prin chortásis.
To mesiméri kei
sta psilá ta dómata,
to kíma tu ksanthó
luzi tus drómus.
Pethenis me tus piités
káthe iliovasílema.
Ta chéria su mirízun
ap’ ta malliá tus.
Chtipái i kabána
pu den pistevis pia.
Se kséni avlí sinomilis
me to fengári.
Su ‘fere o Milóz
fétos tin ániksi.
Tin pina su pios állos
boruse na niasti;
Furtuniase ti gitoniá
to filntisénio amáksi tu.
Ginu ómorfi, ginu ómorfi,
sta perivólia tha se diksi.
Έchis éna chamógelo
apó margaritária,
psarádes Sikeli
sto teriaksan na to forás.
Psákse ke vres to
prin se klisi i níchta
s’ éna ipógio vathítero
apó tuto.
|