Δυο καρέκλες κι ένα ημίδιπλο κρεβάτι
ό, τι απόκτησα σε τούτη τη ζωή
Μια ευχή, μια κουβέντα κι ένα δάκρυ
κι όπως με κοίταζες να φεύγω ένα πρωί
Είκοσι πέντε και τα όνειρα ξυπνάνε
έρωτες, δάκρυ, αμφιβολία και μετρώ
Στην τηλεόραση η ελπίδα να κοιμάται
και στη Βουλή παίζουν κρεμάλα και κρυφτό
Θα αντισταθώ
κι αν είναι ανάγκη θα μεθύσω και θα πιω
δε με τρομάζουν οι ενοχές στο παρελθόν
για μένα υπόθεση ζωής είν’ το παρόν
Τριάντα χρόνια η εφηβεία μου μακραίνει
μα η αγωνία είναι πάντα σταθερή
Σε μια κλωστή όλη η τρέλα μου δεμένη
πρώτη ρυτίδα στον καθρέφτη ένα πρωί
Άλλαξα σπίτι, άλλαξα εικόνες και σεντόνια
έκλεισα κάποιο ραντεβού στη μοναξιά
Στο γερασμένο μου κρεβάτι από τα χρόνια
τα μαξιλάρια μου κοιμούνται αγκαλιά
|
Dio karékles ki éna imídiplo kreváti
ó, ti apóktisa se tuti ti zoí
Mia efchí, mia kuvénta ki éna dákri
ki ópos me kitazes na fevgo éna pri
Ikosi pénte ke ta ónira ksipnáne
érotes, dákri, amfivolía ke metró
Stin tileórasi i elpída na kimáte
ke sti Oulí pezun kremála ke kriftó
Tha antistathó
ki an ine anágki tha methíso ke tha pio
de me tromázun i enochés sto parelthón
gia ména ipóthesi zoís in’ to parón
Triánta chrónia i efivia mu makreni
ma i agonía ine pánta statherí
Se mia klostí óli i tréla mu deméni
próti ritída ston kathréfti éna pri
Άllaksa spíti, állaksa ikónes ke sentónia
éklisa kápio rantevu sti monaksiá
Sto gerasméno mu kreváti apó ta chrónia
ta maksilária mu kimunte agkaliá
|