Μα την τρέλα μου κι απόψε τι μου λείπει κι είμαι έτσι βυθισμένη στο σκοτάδι ν’ απορώ τι μου `χει φταίξει.
Τόσο ωραία, τόσο μόνη τόσο οι μέρες μου όλες ίδιες έχω χλασει το τιμόνι και με πνίξανε οι συνήθειες.
Την οθόνη μου ανοίγω κι από το φως του καναπέ μου κάθε μέρα λίγο λίγο παίρνω πρόσωπο χαμένου.
Των ειδήσεων τα δελτία λένε πως απόψε βρέχει μα της θλίψης μου η αιτία μια παρηγοριά δεν έχει.
Τη ζωή μου κυνηγάω στου σπιτιού μου το σαλόνι με αγωνία την κοιτάω σαν φιλμάκι που τελειώνει.
Μοιάζει με ταινία τρόμου όταν τ’ όνειρο θυμάμαι μα με το τηλεκοντρόλ μου γρήγορα ξανά κοιμάμαι.
Με τα χρώματα της δύσης ζωγραφίζω το ταβάνι κι από τις διαφημίσεις η ψυχή μεταλαμβάνει.
Μα την τρέλα μου κι απόψε τι μου λείπει, τι με σώνει στο σκοτάδι ακροβατώντας κι άλλη νύχτα ξημερώνει.
|
Ma tin tréla mu ki apópse ti mu lipi ki ime étsi vithisméni sto skotádi n’ aporó ti mu `chi fteksi.
Tóso orea, tóso móni tóso i méres mu óles ídies écho chlasi to timóni ke me pníksane i siníthies.
Tin othóni mu anigo ki apó to fos tu kanapé mu káthe méra lígo lígo perno prósopo chaménu.
Ton idíseon ta deltía léne pos apópse vréchi ma tis thlípsis mu i etía mia parigoriá den échi.
Ti zoí mu kinigáo stu spitiu mu to salóni me agonía tin kitáo san filmáki pu telióni.
Miázi me tenía trómu ótan t’ óniro thimáme ma me to tilekontról mu grígora ksaná kimáme.
Me ta chrómata tis dísis zografízo to taváni ki apó tis diafimísis i psichí metalamváni.
Ma tin tréla mu ki apópse ti mu lipi, ti me sóni sto skotádi akrovatóntas ki álli níchta ksimeróni.
|