Χτύπαγε στο τζάμι η βροχή
κι έσταζαν τα ρούχα μου σιωπή,
που ‘μεινα από αγάπη μοναχός
κι έγινα της γης ο πιο φτωχός.
Καμιά φορά, στον ύπνο μου γυρνάς,
παραμιλώ κι εσύ μου απαντάς,
χαμογελώ κι ας έχεις πια χαθεί,
όπου και να ‘σαι, ώρα σου καλή.
Στέγνωνε στο χώμα η βροχή
κι έσβηνε στα μάτια μου η ζωή,
βγήκε ο ήλιος κι ήρθε ζεστασιά
μα έχω τα παράθυρα κλειστά.
Καμιά φορά, στον ύπνο μου γυρνάς,
παραμιλώ κι εσύ μου απαντάς,
χαμογελώ κι ας έχεις πια χαθεί,
όπου και να ‘σαι, ώρα σου καλή.
|
Chtípage sto tzámi i vrochí
ki éstazan ta rucha mu siopí,
pu ‘mina apó agápi monachós
ki égina tis gis o pio ftochós.
Kamiá forá, ston ípno mu girnás,
paramiló ki esí mu apantás,
chamogeló ki as échis pia chathi,
ópu ke na ‘se, óra su kalí.
Stégnone sto chóma i vrochí
ki ésvine sta mátia mu i zoí,
vgíke o ílios ki írthe zestasiá
ma écho ta paráthira klistá.
Kamiá forá, ston ípno mu girnás,
paramiló ki esí mu apantás,
chamogeló ki as échis pia chathi,
ópu ke na ‘se, óra su kalí.
|