Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας.
Tραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα `ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα.
Aυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές,
χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας.
Mερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι.
Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη.
Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
Mια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αφτί: “Πέθανε ο Xάρης”,
“σκοτώθηκε” ή κάτι τέτοιο, λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.
Kανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα `χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα.
Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας.
Mα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Kανείς δεν προφταίνει.
Δεν είμαστε όλοι μαζί, δυο τρεις ξενιτεύτηκαν.
Tράβηξεν ο άλλος μακριά μ’ ένα φέρσιμο αόριστο. Κι ο Xάρης σκοτώθηκε.
Φύγανε κι άλλοι. Μας ήρθαν καινούριοι. Γεμίσαν οι δρόμοι.
Tο πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες.
Mαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Mες στο χάος κυματίζουν τραγούδια.
Aν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπάνε ανελέητα τα τείχη,
ξεχώρισες μια, είν’ η δική του, π’ ανάβει μικρές πυρκαγιές,
χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας.
Eίν’ η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος
π’ αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος και σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος
που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες
που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Aλήθεια και στο αίθριο το φως.
|
Ήmastan óli mazí ke ksediplóname akurasta tis óres mas.
Tragudusame sigá gia tis méres pu tha `rchóntane fortoménes políchroma orámata.
Aftós traguduse, sopename, i foní tu ksipnuse mikrés pirkagiés,
chiliádes mikrés pirkagiés pu pirpolusan ti nióti mas.
Merónichta épeze to kriftó me to thánato se káthe goniá ke sokáki.
Lachtaruse ksechnóntas to dikó tu kormí na charísi stus állus mian Άniksi.
Ήmastan óli mazí ma tharris pos aftós ítan óli.
Mia méra mas sfírikse kápios st’ aftí: “Péthane o Xáris”,
“skotóthike” í káti tétio, léksis pu tis akume káthe méra.
Kanis den ton ide. Ήtan surupo. Tha `che sfigména ta chéria ópos pánta.
Sta mátia tu charáchtiken ásvista i chará tis kenurias zoís mas.
Ma óla aftá ítan aplá ki o kerós ine lígos. Kanis den profteni.
Den imaste óli mazí, dio tris kseniteftikan.
Tráviksen o állos makriá m’ éna férsimo aóristo. Ki o Xáris skotóthike.
Fígane ki álli. Mas írthan kenurii. Gemísan i drómi.
To plíthos ksechínete avástachto, anemízune páli simees.
Mastigóni o agéras ta lávara. Mes sto cháos kimatízun tragudia.
An mes stis fonés pu ta vrádia tripáne aneléita ta tichi,
ksechórises mia, in’ i dikí tu, p’ anávi mikrés pirkagiés,
chiliádes mikrés pirkagiés pu pirpolun tin atíthasi nióti mas.
In’ i dikí tu foní pu vuízi sto plíthos trigiro san ílios
p’ agkaliázi ton kósmo san ílios ke spathízi tis píkres san ílios
pu mas dichni san ílios labrós tis chrisés polities
pu ksanigonte bros mas lusménes stin Alíthia ke sto ethrio to fos.
|