Ένα χελιδόνι με πήρε στα φτερά του,
να με φέρει πίσω, σ’ εσένα που αγαπώ,
κι άρχισε, στο δρόμο, το κελάηδημά του,
για να ζωντανέψει έναν έρωτα νεκρό.
Χελιδόνι, που με πας,
Κυριακάτικα ντυμένο,
απ’ αυτόν τον έρωτα
τίποτα δεν περιμένω,
απ’ αυτόν τον έρωτα
τίποτα δεν περιμένω.
Ένα χελιδόνι μου χτύπησε το τζάμι,
σαν να προσπαθούσε κάτι να μου πει,
ήθελε μαζί του ταξίδι να με πάρει,
και μου τραγουδούσε ότι το ‘στειλες εσύ.
Χελιδόνι, που με πας,
Κυριακάτικα ντυμένο,
απ’ αυτόν τον έρωτα
τίποτα δεν περιμένω,
απ’ αυτόν τον έρωτα
τίποτα δεν περιμένω.
|
Έna chelidóni me píre sta fterá tu,
na me féri píso, s’ eséna pu agapó,
ki árchise, sto drómo, to keláidimá tu,
gia na zontanépsi énan érota nekró.
Chelidóni, pu me pas,
Kiriakátika ntiméno,
ap’ aftón ton érota
típota den periméno,
ap’ aftón ton érota
típota den periméno.
Έna chelidóni mu chtípise to tzámi,
san na prospathuse káti na mu pi,
íthele mazí tu taksídi na me pári,
ke mu traguduse óti to ‘stiles esí.
Chelidóni, pu me pas,
Kiriakátika ntiméno,
ap’ aftón ton érota
típota den periméno,
ap’ aftón ton érota
típota den periméno.
|